-
1 магистраль
магистраль ж о μεγάλος δρόμος ( για τη συγκοινωνία)· железнодорожная - η σιδηροδρομική αρτηρία' автомобильная \магистраль ο αυτοκινητόδρομος* * *жο μεγάλος δρόμος (για τη συγκοινωνία)железнодоро́жная магистра́ль — η σιδηροδρομική αρτηρία
автомоби́льная магистра́ль — ο αυτοκινητόδρομος
-
2 магистраль
магистральж ἡ συγκοινωνιακή ἀρτηρία:железнодорожная \магистраль ἡ σιδηροδρομική ἀρτηρία· водная \магистраль ἡ ποταμοπλοϊ-κή ἀρτηρία· автомобильная \магистраль ὁ (μεγάλος) αὐτοκινητόδρομος. -
3 магистраль
-и θ.1. αρτηρία (συγκοινωνική)• κύρια συγκοινωνιακή γραμμή, εθνική οδός•железнодорожная магистраль κύρια σιδηροδρομική γραμμή•
водные -и κύριες ατμοπλοϊκές γραμμές•
дорожная магистраль κύρια οδική γραμμή.
2. κύριος αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος.
См. также в других словарях:
Ντιουρμπέλ — (Diourbel). Πόλη (120.000 κάτ. το 2003) της Σενεγάλης, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος. H πόλη είναι κτισμένη στη σιδηροδρομική αρτηρία Nτακάρ Mπαμάκο (Mάλι), απ’ όπου ξεκινά μια διακλάδωση για το M’Mπακέ και αποτελεί ανθηρό κέντρο… … Dictionary of Greek
Παβία — (Pavia). Πόλη της Βόρειας Ιταλίας στη Λομβαρδία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (περίπου 2.965 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα νότια του Μιλάνου, με το οποίο συνδέεται με τη μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία Μιλάνου Γένοβας, και στα αριστερά του ποταμού… … Dictionary of Greek
Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος — Η μεγαλύτερη σιδηροδρομική αρτηρία του κόσμου (9.337 χλμ.) που συνδέει τη Μόσχα με το Βλαδιβοστόκ, το μεγαλύτερο ρώσικο λιμάνι στον Ειρηνικό, διασχίζοντας τη Σιβηρία. Kάνοντας χρήση του ηλεκτρισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του, ο Υ. αρθρώνεται αρχικά … Dictionary of Greek
σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
ισόπεδη διάβαση — Διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδική αρτηρία που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Σε οδούς μικρότερης σπουδαιότητας και χαμηλής κυκλοφορίας, η ι.δ. μπορεί να είναι διαρκώς ανοιχτή (αφύλακτη)· όμως, η μέγιστη ταχύτητα των τρένων δεν πρέπει, στην … Dictionary of Greek
Ναϊρόμπι — (Nairobi). Πόλη (2.411.900 κάτ. το 2002) της Κένυας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος (684 τ. χλμ.) και της χώρας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.675 μ., κοντά σε μια ορεινή αλυσίδα, και διαρρέεται από τον ποταμό Ναϊρόμπι. Ιδρύθηκε περίπου το 1900 … Dictionary of Greek
Ντιτρόιτ — (Detroit). Πόλη (966.200 κάτ. το 2003) των ΗΠΑ, στην ομόσπονδη Πολιτεία Μίσιγκαν. Είναι το μεγαλύτερο κέντρο του Μίσιγκαν. Η πόλη βρίσκεται κοντά στα καναδικά σύνορα επί του ομώνυμου ποταμού, εκεί όπου το 1701 οι Γάλλοι είχαν ιδρύσει το φρούριο… … Dictionary of Greek